Η Καταστροφή του χωριού από τον Αλιό Πασά - Μάιος 1822
Περίληψη Μέρους Α (Δημοσιεύτηκε στις 19/03/2021)
Μετά από την έκρηξη της επανάστασης στις Μηλιές και μετά τις πρώτες εντυπωσιακές ενέργειες των Πηλιορειτών επαναστατών, (πολιορκία του κάστρου του Βόλου, ίδρυση της Βουλής της Θετταλομαγνησίας), στη Μαγνησία έφτασε ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης από τη Λάρισα, οδηγώντας μεγάλο στράτευμα με ιππείς και πεζούς. Οι πηλιορείτες επαναστάτες μαζί με πολλούς αγωνιστές από τη Θεσσαλία και τη μακεδονία υποχώρησαν στο Τρικέρι, αφήνοντας πολλά πηλιορείτικα χωριά ανυπεράσπιστα.
Οι κάτοικοι της Συκής οι οποίοι αριθμούσαν γύρω στους 400-500 εκείνη την περίοδο κατέφυγαν με λιγοστά υπάρχοντα τους μέσα σε μία μεγάλη σπηλιά βορειοανατολικά της παραλίας Ποτόκι, στη θέση «Αγριμέλισσο». Ο πασάς ωστόσο τους πολιόρκησε και τους ανάγκασε να παραδοθούν και να τον προσκυνήσουν. Εκεί φάνηκε η αξία του Ευστάθιου Ρηματισόπουλου, ο οποίος διαπραγματεύτηκε την ελευθερία του χωριού του και την εξαγορά της ανεξαρτησίας της Συκής από την Οθωμανική διοίκηση. Μετά τα γεγονότα του Μαΐου του 1821 η Συκή ήταν πλέον ελεύθερη και δε διέτρεχε κίνδυνο, μιας και ο Δράμαλης εφοδίασε τους πρόκριτους του χωριού με ένα μπουγιουρντί αμνηστίας. Το 1822 ωστόσο, ο Δράμαλης εγκατέλειψε το Πήλιο για να καταπνίξει την Επανάσταση στο Μωριά. Στα Λεχώνια τότε ήρθε ο Αλιό πασάς, υπαρχηγός του Κιουταχή ως διοικητής και υπεύθυνος να καταπνίξει την Επανάσταση τη Μαγνησία.
Φάση 2η: Η Καταστροφή της Συκής από τον Αλιό Πασά
Δεν είχε κλείσει ο χρόνος που είχαν κάπως ησυχάσει και ξεθαρρέψει οι Συκιώτες. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού διέμεναν ειρηνικά και μακριά από την επανάσταση που μαίνονταν στο Τρίκερι. Αρκετοί ωστόσο ήταν εκείνοι οι πρόγονοι μας που ζώστηκαν τα άρματα και με αρχηγό τους τον Ευστάθιο Ρηματισόπουλο ή Ρηματισίδη πολεμούσαν ταμπουρωμένοι μαζί με τα Θεσσαλομακεδονικά στρατεύματα στη ράχη του Τισαίου όρους τον εχθρό.
Την άνοιξη του 1822 στη Μαγνησία ήρθε ένας άλλος διοικητής, ο Αλιό-πασάς, υπαρχηγός του στρατεύματος των Τούρκων νιζάμηδων του Ρεσίτ Πασά Κιουταχή. Ο Αλιό πασάς εγκαταστάθηκε κι αυτός στα Λεχώνια, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι διοικητές των τούρκων εκείνη την εποχή στο Πήλιο. Μόλις έμαθαν οι Συκιώτες τον ερχομό του, έστειλαν τους κοτζαμπάσηδες του χωριού γερο-Μανόλη και γερο-Διονύση να τον προσκυνήσουν και να ζητήσουν να επικυρώσει και ν' αναγνωρίσει κι αυτός το μπουγιουρντί του Δράμαλη (Β. Σκουβαράς).
Ο Αλιό-πασας δέχτηκε τους πρωτόγερους με μία περίεργα φιλική συμπεριφορά. Τους περιποιήθηκε με μια υποκριτική ευγένεια και τους είπε - όπως γράφει το χρονικό «Κύριοι κοτσιαμπασήδες της Συκής γνωρίσατε καλώς, ότι εγώ ήλθα να ειρηνεύσω τον κόσμον, διότι τοιούτον είναι το θέλημα του κυρίου μου. Σεις δε οι κοτσιαμπασήδες πρέπει να πηγαίνετε εις το χωρίον σας και αμέσως να συνάξετε εντός του χωρίου όλους, μικρούς τε και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας και πάντα τα κινητά σας πράγματα, επειδή ο στρατός μου μέλει να περιέλθη όλα τα χωρία. Και όσοι άνθρωποι ευρεθώσι έξω των χωρίων σας ή πράγματα, θα τα πάρουν οι στρατιώται μου, τους δε ανθρώπους θα τους εννοήσωμεν ως κλέπτας και θα τους κόψωμεν όλους. Προσέχετε λοιπόν να μην αφήσετέ τι να εξέλθη του χωρίου, διότι θα πάθουν και θα τους έχετε εις τον λαιμόν σας. Και δια περισσοτέραν ασφάλειά σας, ιδού επικυρώνω κάγώ το έγγραφον του Μαχμούτ πασιά, και αναγνωρίζω την υποταγήν σας, ραϊλίκι σας. Και πηγαίνετε να κοιτάξετε την δουλειά σας και μην φοβείσθε παντελώς. Πάρετε και μερικην τροφήv να δώσετε εις τους πτωχούς και ησυχάσατε».
Στις 2 του Μάη του 1822, μέρα Δευτέρα, ο Αλιό πασάς εκστράτευσε για τα χωριά του Νοτίου Πηλίου. Οι κάτοικοι της Συκής ωστόσο, έχοντας πληροφορηθεί για την καλή περιποίηση που έλαβαν οι πρόκριτοι του χωριού τους στα Λεχώνια, από τον Αλιό πασά, δεν είχαν λόγο να φυλάγονται και να περιμένουν κάποια κακιά μεταχείριση. Για το λόγο αυτό, οι κάτοικοι δεν απομακρύνονταν από το χωριό, περιμένοντας τον πασά και υπακούοντας στις εντολές του. Ωστόσο ο πασάς ήταν αλαζόνας και κορόιδεψε τους απεσταλμένους των Συκιωτών με την καλή του συμπεριφορά, κάνοντας τους να πιστεύουν πως το χωριό ήταν ασφαλές.
Πρωί-πρωί στις 2 Μαΐου λοιπόν, το στράτευμα του πασά μπήκε στη Μπιστινίκα (Ξινόβρυση) και την έκαψε. Το μεσημέρι έφτασε στη Συκή. Αλαλητό των Τούρκων, ποδοβολητό των αλόγωv, βλαστήμιες και φωνές. "Γέμισαν οι γειτονιές από αγριόθωρες φάτσες και σαρίκια" όπως σημειώνει το χρονικό. Οι Τούρκοι στρατιώτες μάζεψαν όλους τους χωρικούς, άντρες, γυναίκες και παιδιά, στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου και τους έζωσαν γύρω γύρω φυλάγοντάς τους. Άλλοι Τούρκοι στρατιώτες ξεχύθηκαν στα σπίτια και τα λεηλάτησαν. Ήταν τόση η αρπαχτική τους μανία που δεv άφησαν τίποτε (Β. Σκουβαράς, Το χρονικό της Συκής).
"… έλαβον οι αχρείοι οθωμαvοί όλα των τα υπάρχοντα, όχι μόνον τα άξια λόγου πράγματα, αλλά και τα πλέον ευτελέστερα πράγματα επήραν oι ασεβέστατοι, καθώς πυροστίας, ξύστρας κλπ (Γεώργιος Ρηματισίδης, Βαγγέλης Σκουβαράς, Το χρονικό της Συκής)".
Μία κόλαση φρίκης είχε απλωθεί σε όλο το χωριό. Οι συγκεντρωμένοι κάτοικοι στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου φώναζαν για το άδικο και διαμαρτύρονταν έντονα, βρίζοντας και απειλώντας, τα παιδιά έκλαιγαv- οι γυναίκες λιποθυμούσαν. Οι στρατιώτες του Αλιόπασα τους χτυπούσαν με τα κοντάκια των καριοφιλιώv και τους κλωτσούσαν ασυμπόνετα (Β. Σκουβαράς).
Μέσα στο σπίτι του Γεώργιου Ρηματισόπουλου (ή Ρηματισίδη), συγγραφέα του "Χρονικού της Συκής" και οπλαρχηγού στη μετέπειτα Θεσσαλική Επανάσταση του 1878 - ο πατέρας του Ευστάθιος Ρηματισόπουλος (ή Ρηματισίδης) έλειπε απ' το χωριό - έλαβε χώρα μια άλλη τραγική σκηνή. Μια από τις αδερφές του η Ελένη, μαζί με τέσσερις άλλες γειτόνισσες κι ένα μικρό παιδί, δε βγήκαν να πάνε στη σύναξη των Τούρκων. Κρύφτηκαν μέσα σε μια τεράστια κάδη. Από κει μέσα, πεθαμένες σχεδόν, άκουγαν το κακό που γινόταν έξω στο χωριό. Μια - δυο φορές μπήκαν τούρκοι μέσα στο σπίτι για να πλιατσικολογήσουν, και προσπάθησαν ν' αναποδογυρίσουν την κάδη. Δεν το κατάφεραν. Και καθώς ήταν βιαστικοί την παράτησαν: « ... ή πρόνοια του 'Υψίστου δεν άφησεv, ώστε vα φανώσι αι αθώαι εκείναι εξ ψυχαί, αι οποίαι από τον μέγαν φόβον όπου συvέλαβον ήτον σχεδον νενεκρωμέναι ... » (Γ. Ρηματισίδης).
Αφού τέλειωσε η λεηλασία, άρχισε ή μεγαλύτερη συμφορά. Οι τούρκοι μοίρασαν μεταξύ τους, τους Συκιώτες και τους πήραν σκλάβους.
Σαν τα πρόβατα τους ξεχώριζαν και τους ξεδιάλεγαν ανάλογα με την ηλικία τους, τη σωματική τους διάπλαση, την ομορφιά τους (Β. Σκουβαράς). Όσο καλύτεροι ήταν τόσο μεγαλύτερη τιμή θα είχαv όταν θα τους πουλούσαν. Μέσα σ' ανείπωτες σκηνές αλλοφροσύνης αποχωρίζονταν οικογένειες, γνωστοί και συγγενείς. "Κλωτσιούνταν τα παιδιά για ν' αφήσουν τα χέρια του πατέρα πoυ τα κρατούσαν μ' απόγνωση, σέρνονταν απ' τις κοτσίδες των κοπέλλες και κοπελλούδες για να ξεκολλήσουν από τον κόρφο της μάνvας" (Β. Σκουβαράς). « Τότε λοιποv εξέβαλον τους υπό την διατήρησίν των (=φρούρηση) Συκιώτας, και τούς εμοίραζον ανάμεσόv τους, φευ, ως κτήνη. Φρικτόν θέαμα! Τότε εχωρίζετο πατήρ από τα τέκνα του και η μήτηρ ομοίως, αδελφός απ' αδελφού και φίλος από φίλον, γυνή από τον άνδρα της και άvήρ από την σύζυγόv του! Μέγας θρήνος έγινε την ημέραν εκείνην ... Φρίξον ήλιε! Στέναξον, στέναξοv η γη! ... » (Γ. Ρηματισίδης).
Αφού τέλειωσε η μοιρασιά, τους οδήγησαν μπροστά σαν κοπάδι oι Τούρκοι και κατευθύνθηκαν προς την Αργαλαστή. Και για να ολοκληρωθεί ο χαλασμός, η οπισθοφυλακή τους έβαλε φωτιά στα σπίτια του χωριού. "Οι φλόγες έγλειφαν τα πάντα. Μαύρος καπνός υψωνόταν και το θλιβερό μοιρολόι του κοπαδιού των σκλάβων αναέριζε κι απλωνόταν στις πλαγιές" (Β. Σκουβαράς). Το χωριό σχεδόν ξεκληρίστηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Πολλοί λίγοι πρόγονοι μας γλίτωσαν από τη μανία του τουρκικού στρατού εκείνη τη μαύρη μέρα. Στο δρόμο που τους πήγαινε ο τούρκικος στρατός δέσμιους, είκοσι τρείς (23) Συκιώτες άνδρες σύμφωνα με το χρονικό, ίσως οι πιο θαρραλέοι, ίσως οι πιο απελπισμένοι, ρίχτηκαν στα δάση και στις ρεματιές και γλύτωσαν. Σχεδόν αμέσως οι δραπέτες κατευθύνθηκαν πίσω στο χωριό. Με την ψυχή στα δόντια έφτασαv στα σπίτια τους και προσπαθούσαν vα σβήσουν τη φωτιά. Τα περισσότερα σπίτια και αρχοντικά ωστόσο είχαν σωριαστεί σε μαύρα αποκαΐδια.
Τελευταίος σύμφωνα με το χρονικό δραπέτευσε στη θέση Ξυγκά ο Νικολής Γεωργίου Κουτσίκου. Έτρεξε κι αυτός για το χωριό. Ήρθε και σταμάτησε πάνω από το μοναστήρι του Πρόδρομου στο μέρος που παλαιότερα είχε μείνει γνωστό ως Τρεις Συκιές. "Πάνω σ' αυτό το λοφάκι πήρε αvάσα κι αγνάντευε έvα γύρo μην ξέροντας τί να κάνη. Τα πόδια του έτρεμαν η καρδιά του ήταν μαύρη. Εκεί που βίγλιζε σαστισμένος, βλέπει ξάφνου να 'ρχεται από το δρόμο της Αργαλαστής έvα τούρκικο μπουλούκι. Δρόμισε ακράτητος για το χωριό" (Β. Σκουβαράς).
Ο Νικολής Κουτσίκος φτάνοντας κοντά στο χωριό, στάθηκε στην κορυφή ενός βράχου που τότε ήταν γνωστός ως Τρανή Πέτρα και φώναξε:
«Όποιος είναι μέσα εις το χωρίον, ογλήγορα vα φύγη διότι έρχετ' ασκέρι και θα τον πιάσουν» (Γ. Ρηματισίδης). Και συνεχίζει το χρονικό: «Τούτο το επανέλαβε τρις δια να λάβουν την είδησιν οι ευρισκόμενοι. Αιωνία, αιωνία, αιωνία η μνήμη του! Αν αυτόv τον μακαρίτην δεv ήθελε η θεία πρόνοια τον φωτίσει και δώσει τηv είδησιv εις τους μείvαντας να φύγουν, βέβαια ουδέ μία ψυχή δεv ήθελε γλυτώσει» (Γ. Ρηματισίδης).
Όσοι βρίσκονταν στο χωριό, κρυμμένοι και δραπέτες, σκόρπισαν στις πλαγιές κυρίως προς τα ανατολικά. Είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει. Έπεσε η νύχτα κι έκρυψε στα μαύρα της φτερά τους άμοιρους Συκιώτες (Β. Σκουβαράς). « ... έσπευσαν απνευστί ίνα φύγωσι και κρυφθώσι. Μόλις λοιπόν και μετά βίας ημπόρεσαv να γλυτώσουν την ζωήν τους. "Αν όμως ήθελε είναι ημέρα ακόμη, βέβαια δεν ήθελε γλυτώσει ούδ' ένας. Άλλ' έπειδη και έφθασεν η νύξ, βοήθησε τα μέγιστα τους δυστυχείς Συκεώτας εις το να κρυφθώσι...» (Γ. Ρηματισίδης).
Οι Τούρκοι ωστόσο είδαν τους ευρισκόμενους μέσα στο χωριό που πήραν τις πλαγιές και ρίχτηκαν στο κυνήγι τους. Η ομάδα των Συκιωτών έφτασε τρέχοντας στ' ακρογιάλι. Μπροστά ή θάλασσα και πίσω τους η τούρκικη περίπολος. Όμως πλέον είχε νυχτώσει για τα καλά και αποδείχτηκε πολύ δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί οι κυνηγημένοι Συκιώτες από τους εχθρούς και να αιχμαλωτιστούν:
« ...δεν έμεινεν άλλη ελπίς ειμή η εξ ύψους βοήθεια. Όθεν δεν άργησεν ή θεία πρόvοια να σκεπάση εκείνα τα απελπισμέvα και απολωλότα πλάσματα με το κάλυμμα της ευλογημένης νυκτός, ήτις ως άλλη μήτηρ εσκέπασε τα τέκνα της, βοώσα μεγάλως κατά της αδικωτάτου πράξεως τωv απίστων και αθέων οθωμανών» (Γ. Ρηματισίδης). Οι τούρκοι ξαναγύρισαν στο χωριό και διανυκτέρευσαν. Το πρωί της 3ης Μαΐου 1822, πριν φύγουν, έβαλαν φωτιά και στα υπόλοιπα σπίτια, στην εκκλησιά του Αη-Γιώργη και στο μοναστήρι του Πρόδρομου, που είχαν γλυτώσει από το δαυλί τής περασμένης ημέρας « ...ώστε δεν έμειvε λίθος επί λίθου» - όπως σημειώνει ο χρονογράφος.
Με αυτό τον τρόπο γράφτηκε και η πιο μαύρη σελίδα για τον τόπο μας κατά την Επανάσταση. Οι κάτοικοι της Συκής σκλαβώθηκαν και δολοφονήθηκαν δημόσια κατά τη σύναξη των Τούρκων. Συνολικά τριακόσιες είκοσι τέσσερις ψυχές σκλαβώθηκαν και είκοσι τρεις σκοτώθηκαν με βάση τον απολογισμό του Β. Σκουβαρά. Από την οικογένεια του Ευστάθιου Ριματισόπουλου αιχμαλωτίσθηκε η γυναίκα του Περιστέρα, τ' αγόρια Δημήτρης και Παρίσης και τρία κορίτσια: Αλεξάντρα, Τριανταφυλλιά και Μαριγώ. Ο πατέρας ήταν στρατιώτης. Δέκαρχος στο σώμα του εκατόvταρχου Καραπαρίση. Εκείνη τη μέρα βρισκόταv στη Μηλίνα. Ο Γεώργιος Ρηματισίδης, ένας εκ των υιών του και χρονογράφος (Γ. Ρηματισόπουλος) δεν είχε ακόμη γεννηθεί εκείνη την εποχή (γεννήθηκε το 1826).
Το χωριό σχεδόν στο σύνολο του καταστράφηκε. Μαζί και σπουδαία κτίσματα όπως η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η πρώτη εκκλησιά του χωριού, η οποία είχε ανεγερθεί το 1777 καθώς και η Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, η οποία θεωρούνταν ως εκείνη την εποχή "αρχαίο κτίριο". Το Μοναστήρι του Προδρόμου είχε ανεγερθεί με χρήματα των οπλαρχηγών του Πηλίου, Κυριάκου και Στέργιου Μπασδέκη το 1795 και χτίστηκε από Ζουμπανιώτες μάστορες. Ο γλυπτός διάκοσμος του είχε εφιλοτεχνηθεί από τον γλύπτη Σπ. Μήλιο. Η καταστροφή ήταν τεράστια και των δύο κτιριακών συγκροτημάτων, τα οποία αναστηλώθηκαν πολλά χρόνια αργότερα.
Η μανία των Τούρκων δε σταμάτησε εκεί. Μετά την καταστροφή της Ξινόβρυσης και της Συκής, ακολούθησαν τα χωριά Μπιρ (Καλλιθέα) και Μετόχι, ενώ στο Προμύρι, η καταστροφές και οι δολοφονίες όπως μας επικοινωνούν οι πηγές (Σκουβαράς, Κορδάτος, Λιάπης, Θωμάς κ.α.) ήταν τεράστιας κλίμακας και θηριωδέστατες. Τα χωριά Νεοχώρι, και Αφέτες (Νιαου) ωστόσο δεν έπαθαν τίποτε σχεδόν μέσα σ’ αυτή την κατάσταση. Αυτά τα έλεγχαν oι Σπάχηδες. Οι Σπαχήδες ήταv μικροί φεουδάρχες της οθωμανικής αυτοκρατορίας που τους δίνονταν από το κράτος ένα ή δυο χωριά να διοικήσουν. Η γη καθώς κι οι καλλιεργητές αποτελούσαν ιδιοκτησία τους και έπαιρναν τα προϊόντα μισοτιμής. Παράλληλα οι Σπαχήδες ήταν στην περιφέρειά τους και τα φορολογικά όργανα του Σουλτάνου (Λιάπης, Θωμάς, Σκουβαράς). Πάνω στο φούντωμα του ξεσηκωμού ο πασάς είχε μεταφέρει τον πληθυσμό του Νεοχωρίου στην Αργαλαστή (Κορδάτος, Σκουβαράς, Θωμάς). ‘Οταν όμως πήγαν οι Σπαχήδες στον πασά και του έδειξαν τα σουλτανικά χαρτιά της κατοχής του χωριού, τότε ο πασάς πρόσταξε τον επαναπατρισμό τους. Μόνο δυο-τρεις Νεοχωρίτες σκοτώθηκαν. Ο Αλιό έστειλε ωστόσο ένα ταγματάρχη του με πεντακόσιους στρατιώτες να παραμείνει στο Νεοχώρι. (Β. Σκουβαράς).
Δυο - τρεις μέρες πλανιόvταν oι κυνηγημένοι Συκιώτες στα λογγάρια και στα ξερόβραχα των παραλιών της Συκής νηστικοί. Ωστόσο δεν σκέφτονταν την παράδοση. Η θλίψη για τον χαμό των δικών τους, για την καταστροφή του χωριού τους, η πείνα και οι κακουχίες τους δεν τους άφηναν και μεγάλο χώρο για άλλες σκέψεις. Ο Ευστάθιος Ρηματισόπουλος (Ρημαρισίδης) δεν ήξερε τίποτε για την καταστροφή του χωριού του και για την τύχη της οικογένειας του για λίγες μέρες. Πολεμούσε στο Τρίκερι όπου ειχαν συγκεντρωθεί τα επαναστατικά στρατεύματα κατά την υποχώρηση τους. Το έρημο χωριό ερειπωμένο και σκοτεινό, κάπνιζε για μέρες από την καταστροφή. Η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη από την εγκατάσταση του Αλίο πασά στα Λεχώνια...
Οι λιγοστοί δραπέτες και κρυμμένοι κάτοικοι της Συκής έπρεπε να λάβουν μια μεγάλη απόφαση. Ή θα αγωνίζονταν για εκδίκηση, ή θα παραδίδονταν, ξεχνώντας τους δικούς τους. Πράγμα δύσκολο και απίθανο βάσει των συμφορών που είχαν προηγηθεί.
Η τύχη τους δεν είχε ακόμη οριστεί...
Comments